- ἡμίτομα
- ἡμίτομονcut in twoneut nom/voc/acc plἡμίτομοςcut in twoneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημίτομος — η, ο (AM ἡμίτομος, ον) νεοελλ. (για βιβλία) ο μισός τόμος από μια σειρά τόμων ενός συγγράμματος ή και τμήμα μόνο ενός τόμου αρχ. 1. (για τη σελήνη) ημισέληνος, μηνοειδής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμίτομος είδος επιδέσμου, αλλ. ημιρρόμβιον* 3. το αρσ.… … Dictionary of Greek
ԽԵՂԵՓ — ( ) NBH 1 0939 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. ἠμιτόμιον, ἠμιτόμα dimidia pars, dimidium. Մասն եւ մասն իրիբաժանելոյ. համամասն. կէսն կամ կիսաբաժին. *Ի կողմէ միոջէ եղեւ կինն, եւ իբրեւ խեղեփք են երկոքին. Վասն այնորիկ օգնական կոչէ, զի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)